- ἀσυγκόλλητος
- ἀσυγκόλλητοςmade in one piecemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυγκόλλητος — η, ο (Μ ἀσυγκόλλητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι κολλημένος ή ενωμένος με κάτι άλλο 2. ο ακοινώνητος μσν. αυτός που δεν αποτελείται από κομμάτια ενωμένα μεταξύ τους, ο μονοκόμματος … Dictionary of Greek